πανδόκῳ

πανδόκῳ
πάνδοκος
all-receiving
masc/fem/neut dat sg
πανδόκος
all-receiving
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πανδοκώ — έω Α [πάνδοκος] 1. δέχομαι και περιποιούμαι ξένους, φιλοξενώ 2. μτφ. παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω, παίρνω πάνω μου …   Dictionary of Greek

  • Πανδόκῳ — Πάνδοκος all receiving masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάνδοκος — και πανδόκος και πάνδοχος και πανδόχος, ον, Α 1. (για το πορθμείο τού Χάρωνος) αυτός που δέχεται όλους, κοινός για όλους 2. επίθετο τών ιερών τόπων τής Ήλιδος και τών Δελφών (α. «πανδόκῳ ἄλσει», Πίνδ. β. «ἐν δόμοισι πανδόκοις ξένων», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”